Η ατοπική δερματίτιδα (αλλιώς ατοπικό ή βρεφικό έκζεμα) είναι μια χρόνια, κνησμώδης, φλεγμονώδης νόσος του δέρματος που εμφανίζεται κυρίως στην παιδική ηλικία και έχει πορεία με εξάρσεις και υφέσεις.
Η ατοπική δερματίτιδα διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη μετέπειτα εμφάνιση και εξέλιξη των υπόλοιπων αλλεργικών νοσημάτων. Αυτό συμβαίνει λόγω της «ατοπικής πορείας» ή «ατοπικού μαραθωνίου» (atopic march). Με τον όρο «ατοπική πορεία» εννοούμε την σειρά εμφάνισης των αλλεργικών παθήσεων από τη βρεφική ηλικία μέχρι την εφηβεία και την ενήλικη ζωή: η αρχή γίνεται συνήθως με την ατοπική δερματίτιδα, που ακολουθείται συχνά από κάποια τροφική αλλεργία (σε γάλα, αβγό, σιτηρά, ψάρι, ξηρούς καρπούς κ.α.), ενώ στη συνέχεια εμφανίζεται αλλεργική ρινίτιδα και αλλεργικό βρογχικό άσθμα.
Πρωτοεμφανίζεται στην πλειονότητα των περιπτώσεων στα 2 πρώτα χρόνια της ζωής με έντονη ξηρότητα του δέρματος, είτε κατά τόπους, είτε συχνότερα σε όλο το σώμα και χαρακτηριστικές δερματικές βλάβες, όπως κόκκινο, ερεθισμένο, ελαφρά πρησμένο και πολύ ξηρό δέρμα, το οποίο μπορεί να παρουσιάζει μικρές πληγές και οροροή (δηλαδή να “τρέχει” υγρό).
ΑΙΤΙΕΣ ΤΗΣ ΝΟΣΟΥ
Η χρόνια ατοπική δερματίτιδα είναι ένας συνδυασμός αλληλεπιδράσεων παραγόντων μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνονται:
- H διαταραγμένη λειτουργία του φραγμού του δέρματος
- Ανοσολογικοί παράγοντες
- Περιβαλλοντικοί παράγοντες
- Γενετική προδιάθεση
ΕΠΙΔΗΜΙΟΛΟΓΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ
Η ατοπική δερματίτιδα προσβάλλει το 10-20% των παιδιών και το 1-3% των ενηλίκων με διακυμάνσεις ανά γεωγραφική περιοχή. Το 45% των περιπτώσεων διαγιγνώσκονται στους πρώτους 6 μήνες της ζωής. Στο 70% των παιδιών η ατοπική δερματίτιδα θα περάσει πριν την εφηβεία. Τα παιδιά με ατοπική δερματίτιδα πριν την ηλικία των 2 ετών, έχουν πιθανότητα 50% να εμφανίσουν άσθμα ή αλλεργική ρινίτιδα τα επόμενα χρόνια. Η σοβαρή ατοπική δερματίτιδα στην παιδική ηλικία συσχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης αλλεργίας σε τροφικά αλλεργιογόνα.
Πρόληψη
Συστήνεται η χρήση φαρδιών βαμβακερών ρούχων και η αποφυγή των μάλλινων. Η κολύμβηση σε πισίνες με χλώριο, η χρήση ειδικής δίαιτας και η αποφυγή της σκόνης, των ακάρεων και των επιθηλίων των κατοικίδιων ζώων μπορεί να έχουν θέση ανάλογα με την περίπτωση.
Η ενυδάτωση αποτελεί κομβικό παράγοντα για τη μείωση των υποτροπών. Συστήνεται μπάνιο με χλιαρό νερό για 15-20 λεπτά. Η χρήση προιόντων βρώμης για το καθαρισμό μπορεί να δράσει καταπραϋντικά. Μαλακτικά, εφαρμόζονται αμέσως μετά το λουτρό, ώστε να εμποδίζουν την εξάτμιση του ύδατος και να συνεισφέρουν στην αποκατάσταση της ακεραιότητας της επιδερμίδας. Πολλά σύγχρονα μαλακτικά περιέχουν παράγοντες βιομιμητικούς της υδροκορτιζόνης ώστε να μειώνουν τη φλεγμονή. Προϊόντα με ουρία μέχρι 15% ή γαλακτικό αμμώνιο 12% είναι αποτελεσματικά στην αντιμετώπιση της ξηροδερμίας και την αποκατάσταση των λιπιδίων της επιδερμίδας.
ΘΕΡΑΠΕΙA
Η περιποίηση του δέρματος με ενυδατική φροντίδα αποτελεί τον κεντρικό άξονα της αντιμετώπισης. Τα σκευάσματα με κορτικοστεροειδή αποτελούν θεραπευτική παρέμβαση μικρής χρονικής διάρκειας όταν από μόνη της η ενυδάτωση δεν είναι αρκετή προστασία για τον επιδερμιδικό φραγμό.
Για την πρόληψη των εξάρσεων, υπάρχουν νέα μοντέρνα φάρμακα που εντάσσονται στην κατηγορία των αναστολέων της καλσινευρίνης, ενώ για την αντιμετώπιση του κνησμού, που πολλές φορές είναι ιδιαίτερα βασανιστικός, γίνεται χρήση αντιισταμινικών φαρμάκων.
ΝΕΟΙ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΣΤΗΝ ΑΤΟΠΙΚΗ ΔΕΡΜΑΤΙΤΙΔΑ
Στην Ελλάδα αναμένεται να κυκλοφορήσουν βιολογικοί παράγοντες και μικρά μόρια σε χάπια και ενέσιμη μορφή. Τα αποτελέσματα από τη χρήση τους στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ δείχνουν πολύ καλή αποτελεσματικότητα και ιδιαίτερη ασφάλεια. Με τη βοήθεια των φαρμάκων αυτών, αντιμετωπίζονται τα βασανιστικά συμπτώματά της νόσου πολύ γρηγορά και έτσι μπορεί να βελτιωθεί σημαντικότατα η ποιότητα ζωής των πασχόντων από ατοπικη δερματίτιδα. Υπάρχουν επίσης πολλές μελέτες σε εξέλιξη για νέα φάρμακα τα οποία τα επόμενα χρόνια αναμένεται να προσθέσουν επιπλέον αξιόπιστες θεραπείες στην αντιμετώπιση της νόσου.
Ο Δερματολόγος είναι ο μόνος ειδικός γιατρός που θα μπορέσει να κάνει έγκαιρα την διάγνωση και να εφαρμόσει την κατάλληλη θεραπεία ώστε να βελτιωθεί η κλινική συμπτωματολογία της νόσου και να αποκατασταθεί η ιδιαίτερα επιβαρυμένη ποιότητα ζωής των ασθενών αυτών.